διεγερτικοί

διεγερτικοί
διεγερτικός
exciting
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διεγερτικός — ή, ό (AM διεγερτικός, ή, όν) [διεγείρω] ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων τού σώματος («διεγερτικά φάρμακα») 2. εκείνος που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”